μεταφορέας

μεταφορέας
ο
1. το πρόσωπο που μεταφέρει, μεταγωγός, κομιστής, κουβαλητής
2. το όργανο ή το μέσο που χρησιμοποιείται για τη μηχανική μεταφορά υλικών ή φορτίων από έναν τόπο σε άλλο
3. (οικον.-νομ.) το άτομο που αναλαμβάνει έναντι αμοιβής να διαθέσει μεταφορικό μέσο για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο και μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα
4. (στη λιθογραφία) ειδικός τεχνίτης ο οποίος ασχολείται αποκλειστικά με τη μεταφορά εικόνων ή κειμένου από το τυπογραφικό χαρτί πάνω στη λίθινη πλάκα
5. φρ. α) «μηχανικός μεταφορέας»
τεχνολ. μηχανικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υλικών κατά τρόπο συνεχή (α. «βαρυτικός κυλισιομεταφορέας» β. «ταινιομεταφορέας» γ. «πτερυγιοφόρος μεταφορέας» δ. «εναέριος μεταφορέας»)
β) «μεταφορέας RNΑ»
βιολ. το μεταφορικό RNΑ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταφορέας — ο 1. αυτός που κάνει μεταφορές: Οι μεταφορείς στα λιμάνια. 2. το μέσο που κάνει τη μεταφορά: Έστειλε τις αποσκευές με μεταφορέα το αεροπλάνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταφορέας RNA — Μικρό μόριο RNA, το οποίο έχει την ικανότητα να δεσμεύει επιλεκτικά ένα συγκεκριμένο αμινοξύ και να το μεταφέρει στο ριβόσωμα, όπου θα τοποθετηθεί στη σωστή σειρά με άλλα αμινοξέα προκειμένου να κατασκευαστεί μια πρωτεΐνη. Γενικά, συμβολίζεται ως …   Dictionary of Greek

  • αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… …   Dictionary of Greek

  • αλοφόρος — ἁλοφόρος, ο (Α) μεταφορέας αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο * + φόρος < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… …   Dictionary of Greek

  • κατωμιστής — κατωμιστής, ὁ (Α) ίππος που ρίχνει από τη ράχη του τον αναβάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὠμ ιστής «μεταφορέας» (< ὠμίζομαι «μεταφέρω στους ώμους»)] …   Dictionary of Greek

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

  • κυτόχρωμα — Ομάδα πρωτεϊνών που παίζουν σημαντικό ρόλο στη μεταφορά ενέργειας στα κύτταρα. Τα κ. έχουν ως προσθετική ομάδα διάφορες πορφυρίνες που φέρουν σίδηρο και χαρακτηρίζονται με τη γενική ονομασία αίμη. Η αίμη αποτελεί προσθετική ομάδα και άλλων… …   Dictionary of Greek

  • κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… …   Dictionary of Greek

  • μεταγωγέας — Σύστημα ηλεκτρικών επαφών όμοιο, από κατασκευαστικής πλευράς, με διακόπτη, αλλά προορισμένο, αντί να κλείνει ή να ανοίγει απλώς ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, να πραγματοποιεί πιο πολύπλοκους χειρισμούς. Ανάλογα με τη διάταξη των επαφών του, ο μ. μπορεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”